- ψίλωμα
- ψῑλ-ωμα, ατος, τό,A bone laid bare of flesh,
ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69
, cf. Epid.3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69
, cf. Epid.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψίλωμα — bone laid bare of flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίλωμα — ώματος, τὸ, Α [ψιλῶ] 1. σημείο τού σώματος απογυμνωμένο από τρίχες 2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες … Dictionary of Greek
ψιλώματα — ψίλωμα bone laid bare of flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλώματος — ψίλωμα bone laid bare of flesh neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)